- λεπτοτεχνία
- ηη τέχνη τής κατασκευής λεπτοτεχνημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτότεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς συζητήσεων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτοτεχνικός — ή, ό [λεπτότεχνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτοτεχνία … Dictionary of Greek